Τάμαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
που ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου σ'ό,τι ακούσαν.
Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άνθη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέω τώρα,
και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Όπου κι αν πάω, κι αν βρεθώ, και ότι καιρόν κι αν ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδένα ν' αντρανίσω.
Ζωγραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη να δω παρά την εδική σου.
Eγώ, δεν σ' εζωγράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.
Και βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίνει.
Λέγει του "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου ταίρι.
Kάλλιά'χω εσέ με θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.
Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου