Κατανοώντας το γεγονός του ότι τι να πρωτοπείς για το 1821 εντόπισα στα ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΊ κάποια σημεία που θα ήθελαν λίγο παραπάνω επισήμανση. Αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ σωστά ότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να επέμβουν στην Πελοπόννησο από την Θάλασσα λόγω της κυριαρχίας των Ελλήνων στο ναυτικό και έπρεπε να επέμβουν με χερσαίες δυνάμεις που όμως εκείνη την περίοδο αδυνατούσαν. Το γιατί, δεν αναφέρθηκε κι εκεί βρίσκεται μια τεράστια σελίδα της Ελληνικής Επανάστασης, η δράση του Εμμανουήλ Παπά στην Μακεδονία. Είναι λυπηρό που για τον μεγάλο αυτόν αγωνιστή ελάχιστα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας, κι εγώ μόνο ακουστά σαν όνομα τον είχα και πλέον είναι ο αγαπημένος μου. Χωρίς να διαφωνήσω με τα ντοκιμαντέρ για τον ρόλο της εκκλησίας στην Επανάσταση αξιοσημείωτη είναι η πολεμική δράση των μοναχών του Αγίου Όρους στην Μακεδονία σε συνεργασία με τον Εμμανουήλ Παπά.
Αναδημοσίευση από http://sitalkisking.blogspot.com/2010/11/1821.html
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ: ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα το 1773,ένα χωριό κοντά στις Σέρρες που σήμερα έχει το όνομα του. Ο πατέρας του Δημήτριος πλούσιος προύχοντας της περιοχής, νεότατος χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου. Με την γυναίκα του Φαίδρα απέκτησε 11 παιδιά, 8 αγόρια και 3 θυγατέρες.
Ο γιός του Ιωάννης σκοτώθηκε με τον Παπαφλέσα στο Μανιάκι, ο Νικόλαος σκοτώθηκε στο Καματερό πολεμώντας με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο Αναστάσιος αγωνίσθηκε στην άμυνα του Μεσολογγίου, ενώ ο Αθανάσιος, ο μεγαλύτερος υιός του, αποκεφαλίσθηκε στη Χαλκίδα.
Ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως γενικά όλοι οι Έλληνες της εποχής. Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδερφός του Γιωργάκης Οικονόμου. Ευφυής και τολμηρός γρήγορα εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορος των Σερρών με καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη, κατάφερε να αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, να γίνει δανειστής των τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής, να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ, προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ Μπέη, που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή-Πασά της Ηπείρου.
Με θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών. Μετά τον θάνατο Ισμαήλ Μπέη (1814) ο άσωτος και σπάταλος υιός του, αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ Μπέης δημιούργησε τόσα πολλά χρέη, ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει. Όταν ο Παπάς του ζήτησε να ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Εμμανουήλ Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817, να φύγει κρυφά στην Κωνσταντινούπολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο, τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένεια του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίζεται και συνδέεται με τον φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο, ο οποίος του κάνει τις προκαταρκτικές κρούσεις για ενδεχόμενη μύηση του στη Φιλική Εταιρεία στις οποίες ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό ο Σερραίος πατριώτης. Εκεί, ύστερα από δύο χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου 1819, σε ηλικία 47 ετών μυείται στη Φιλική Εταιρεία και προσφέρει αμέσως 1.000 γρόσια για την ενίσχυση της. Στη Κωνσταντινούπολη κατορθώνει ο Παπάς να εισπράξει το χρέος του Γιουσούφ μέσω της Πύλης. Και είναι πολύ πιθανόν με τον Κ. Κουμπάρη και τον Γ. Σταματά να προχώρησε πολύ στη μύηση και άλλων μελών στη Κωνσταντινούπολη, και στην είσπραξη αντίστοιχων ποσών, με τα οποία σκόπευε ο Υψηλάντης να οργανώσει «κάσα» για την χρηματοδότηση του αγώνα. Στις Σέρρες την απουσία του προσπαθεί να την καλύψει ο μεγαλύτερος υιός του Αθανάσιος, ο οποίος τον αντικαθιστά σε διάφορες εργασίες και ο οποίος δε θα διστάσει να δανείσει ακόμα και άτοκα στους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του πατέρα του χρήματα που τελικά δεν εισπράχτηκαν ποτέ σε εποχή που κυριολεκτικά οργίαζε η τοκογλυφία.
*Η προτομή του Εμμανουήλ Παπά στη Δοβίστα Σερρών
Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπο του στηριγμένο σε ένα μακρύ λαιμό, ήταν πράο αλλά γεμάτο ζωή και δραστηριότητα. Ήταν λιγόλογος, μιλούσε με μειλιχιότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντα τελευταίος και επιβάλλονταν με τη λογική διατύπωση των γνωμών του. Ο ζήλος για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν μεγάλος και η φιλοτιμία του απέραντη.
Δεν υπάρχει κάποια αποτύπωση του μεγάλου αυτού τέκνου της Σερραϊκής γης ούτε σε ζωγραφιά, ούτε σε κάποια γκραβούρα της εποχής. Αλλά ούτε και κάποια περιγραφή του. Η μοναδική αναφέρεται από τον Ευάγγελο Στράτη στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα 1914 και από αυτό δανειζόμαστε τα όσα προηγουμένως αναφέραμε σύμφωνα πάντοτε με όσα γράφει γι’ αυτόν ο Σερραίος λόγιος ιστορικός.
Στην Κωνσταντινούπολη ο Παπάς και κατόπιν εντολής του Αλέξανδρου Υψηλάντη ,προκειμένου να προετοιμάσει τον ξεσηκωμό των κατοίκων της Μακεδονίας, αγοράζει όπλα και πολεμοφόδια και τα φορτώνει στο πλοίο του Αινίτη φιλικού Χατζή Αντώνη Βισβίζη. Στις 23 Μαρτίου απέπλευσε με τη συνοδεία του υπασπιστή του Χατζηπέτρου, του γραμματέα του Δημήτριο Οικονόμου και του υιού του Ιωάννη για το Άγιον Όρος. Το Άγιον Όρος θεωρούνταν- κακώς βέβαια- το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος ήταν φυσικά οχυρή, αλλ’ ακόμη γιατί οι 3.000 άνδρες περίπου που μόναζαν στα 20 περίπου μοναστήρια και τα 300 κελιά, σκήτες και ησυχαστήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Το έδαφος παρουσιαζόταν ώριμο για την εξέγερση, γιατί δύο χρόνια τώρα οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολλά από τις αυθαιρεσίες και τις αργυρολογίες του Τούρκου διοικητή. Έπειτα ορισμένοι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η κατάλληλη προετοιμασία είχε γίνει ούτε και οι επαναστατικές ιδέες συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και με το αγιορείτικο καθεστώς.
*Το λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της ΕλληνικήςΕπανάστασης,
που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821 στη Μακεδονία
υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά.
Φυλάσσεται στην Ι.Μ. Εσφιγμένου στο Άγιο-Όρος
που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821 στη Μακεδονία
υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά.
Φυλάσσεται στην Ι.Μ. Εσφιγμένου στο Άγιο-Όρος
Ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάζεται στη Μονή Εσφιγμένου, εκεί τον υποδέχεται ο ηγούμενος Ιωακείμ που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, και αμέσως δίνει το έναυσμα της Επανάστασης. Ο Παπάς εγκαινίασε την εκστρατεία με ένα σώμα ενόπλων που περιελάμβανε 2.000 ένοπλους μοναχούς. Πρώτος στόχος θα ήταν η Ιερισσός. Την 1η Ιουνίου οι κάτοικοι αυτής ενώθηκαν με τους επαναστάτες και εκδίωξαν τους τούρκους. Σε επιστολή του ο μητροπολίτης Ιερισσού, Ιγνάτιος, απέστειλε θερμές ευχαριστίες στον «ευγενέστατο και ορθοδοξότατο κύριο Εμμανουήλ Παπά» και του ευχόταν να προελάσει νικηφόρος μέχρι την Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα εξεγέρθηκαν η Κασσάνδρα, η Σιθωνία και τα Χασικοχώρια. Ηγετική μορφή στις περιοχές εκείνες αναδείχθηκε ο καπετάν Χάψας.
Οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες. Στα ανατολικά ο Εμμανουήλ Παπάς, μετά την Ιερισσό, προχώρησε προς τα Μαδεμοχώρια και οι κάτοικοι τους προσχώρησαν με το μέρος του. Ενισχυμένος τώρα, προχώρησε βόρεια με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας- Θεσσαλονίκης. Εκεί ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε την τουρκική δύναμη υπό τον Αγκούς αγά μέχρι το χωριό Σέδες, μόλις τρείς ώρες από τη Θεσσαλονίκη. Ο Γιουσούφ μπέης έβλεπε τον κλοιό να σφίγγει απειλητικά γύρω από την πόλη. Τρομοκρατημένος απηύθυνε εκκλήσεις για βοήθεια σε διοικητές γειτονικών περιοχών.
Ωστόσο η επανάσταση έπασχε από σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού, τα οποία απειλούσαν τη συνέχεια της πορεία της. Ο Παπάς, αξιοποιώντας την προσωπική του περιουσία, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να καλύψει τις μεγάλες ελλείψεις σε όπλα και πολεμοφόδια. Παράλληλα με επιστολή προς τον Δημήτριο Υψηλάντη ζήτησε εφόδια και πλοία. Επίσης στράφηκε προς τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού. Οι τελευταίοι ήταν εμπειροπόλεμοι και θα ενίσχυαν σημαντικά την επανάσταση στη Χαλκιδική. Όμως η ανταπόκριση τους ήταν ισχνή. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Διαμαντής Νικολάου, ο οποίος υποσχέθηκε αποστολή σώματος. Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι εκκλήσεις του Γιουσούφ μπέη συνάντησαν προσφορότερο έδαφος. Ο Μπαϊράμ πασάς, που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την Καλλίπολη και την Θράκη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα, έσπευσε προς βοήθεια του. Οι συνθήκες γινόταν πλέον κρίσιμες για τους επαναστάτες.
*Επιστολή Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Εμμανουήλ Παπά
με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820
με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820
Στα μέσα Ιουνίου 1821 ο Μπαϊράμ πασάς χτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα. Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Ο Καπετάν Χάψας που προσπάθησε να αποκρούσει τα στρατεύματα του Μπαϊράμ πασά, έπεσε ηρωικά μαχόμενος λίγο έξω από τα Βασιλικά. Ο Παπάς ταυτόχρονα οχύρωνε την διώρυγα της Ποτίδαιας τοποθετώντας πυροβόλα που τα προμηθεύτηκα από τους Ψαριανούς. Στην απέναντι ακτή ο Γιουσούφ μπέης είχε συγκεντρώσει 8.000 άνδρες. Στις αρχές Ιουλίου οι τούρκοι εκτόξευσαν ισχυρή επίθεση και διέβησαν τη διώρυγα. Οι τούρκοι, έπειτα από σθεναρή αντίσταση του Παπά και του Διαμαντή Νικολάου τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς και πολλά κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα όποια έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο. Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Η κατάσταση στη Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχύνονταν. Ο Παπάς με επιστολές, απευθυνόμενος στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες των Σπετσών και της Ύδρας ζητούσε την βοήθεια τους. Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο Παπάς αποφάσισε την αποστολή 600 ανδρών στα νώτα του τουρκικού στρατοπέδου, με τολμηρή αποβατική επιχείρηση. Δυστυχώς η επιχείρηση προδόθηκε και κατέληξε στον όλεθρο του αποβατικού σώματος. Οι τούρκοι αποκεφάλισαν τους αιχμαλώτους και έστειλαν τα κεφάλια τους ως τρόπαια στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από αυτή την αποτυχία αναχώρησαν και οι υπόλοιποι μαχητές του Ολύμπου, καθώς και τα ψαριανά πλοία. Στον Παπά έμειναν μόλις 430 άντρες. Στο μεταξύ έλαβε απαντητική επιστολή από τον Υψηλάντη. Ο τελευταίος τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στη Πελοπόνησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των τούρκων. Επιστολές στον Δημήτριο Υψηλάντη έστειλαν και οι ηγούμενοι των μονών του Αγίου-Όρους, για να λάβουν την απάντηση ότι οι ίδιοι όφειλαν να στηρίξουν οικονομικά τον αγώνα με τα κειμήλια και τα αφιερώματα των μοναστηριών. Ο Υψηλάντης τους έγραψε χαρακτηριστικά ότι «το έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας». Μεταξύ των μοναχών επικράτησε διαφωνία για το μέλλον της επανάστασης και τελικά διόρισαν «αρχηγό και υπερασπιστή του ελληνικού στρατεύματος» τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο. Λίγο αργότερα, σε σύσκεψη στο Άγιον Όρος, ο Μάνθος μίλησε υβριστικά στο Παπά. Ο τελευταίος εξοργισμένος, διέταξε την εκτέλεση του. Ως νέο αντιπρόσωπο όρισε τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη. Ενώ συνέβαιναν αυτά τα θλιβερά γεγονότα στους κόλπους των επαναστατών, ο σουλτάνος διόρισε νέο διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ, με τη ρητή εντολή να συντρίψει τους επαναστάτες. Ο Αβδούλ Αμπούδ (= ο ροπαλοφόρος), επικεφαλής 14.000 στρατιωτών κινήθηκε εναντίον της Κασσάνδρας. Διενήργησε έφοδο στη διώρυγα της Ποτίδαιας, αλλά αποκρούστηκε θαρραλέα από τους επαναστατημένους Έλληνες. Σύντομα εκδηλώθηκε και άλλη έφοδος και οι περισσότεροι Έλληνες μαχητές έχασαν την ζωή τους ηρωικά μαχόμενοι. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Άγιο-Όρος όπου επιχείρησε να οργανώσει εκ νέου την αντίσταση. Πολλοί μοναχοί ανταποκρίθηκαν και άρχισαν οχυρωματικά έργα αλλά οι ηγούμενοι είχαν έρθει σε επαφή με τον Αβδούλ Αμπούδ και επιθυμούσαν να διαπραγματευτούν. Σε ένδειξη καλής θέλησης προς τους τούρκους απελευθέρωσαν τον αιχμάλωτο ζαμπίτη και σχεδίαζαν να συλλάβουν μυστικά τον ευρισκόμενο στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου Εμμανουήλ Παπά. Εκείνος, απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί με τους συνεργάτες του σε πλοίο και αναχώρησε για την Πελοπόννησο. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού η κακή ψυχολογική του κατάσταση συντέλεσε στο να υποστεί καρδιακή προσβολή και να πεθάνει. Η σορός του ενταφιάσθηκε με τιμές στην Ύδρα.
*Ανδριάντας Εμμανουήλ Παπά στην πλατεία Ελευθερίας Σερρών.
Έργο του γλύπτη Νικόλαου Περαντικού
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου-Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι, ο ηρωικός αγώνας δεν πήγε χαμένος όμως. Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο για να εδραιωθεί η επανάσταση σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε λαμπρή παρακαταθήκη. Αποτελεί διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του για τις ανάγκες της επανάστασης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια την οικογένεια του.
*Η κατοικία του Εμμανουήλ Παπά στο ομώνυμο χωριό
Γκαρίπης Αθανάσιος- Ιστορικός
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Μάριος Ρουσιάδης : ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ, πρόλογος, σημειώσεις, επιμέλεια Βασίλη Τζανακάρη, Σέρρες, Μάρτιος 2005
2) Βασίλης Τζανακάρης : ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ τόμος Α’, Σέρρες 1991.
3) Αθανάσιος Γκάντος : Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ-Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ 1821
4) Παπαστεφάνου Βασίλειος : Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΤΟ 1821, Αθήνα, 1970
5) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδοτική Αθηνών
6) Απόστολος Βακαλόπουλος : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1988.
Αναδημοσίευση από http://sitalkisking.blogspot.com/2010/11/1821.html
1 σχόλιο:
να μην ξεχνάμε και στην Μαγνησία υπήρχαν επαναστατικά στοιχεία που έκοψαν τη φόρα του Δράμαλη και όταν πια έφτασε στη νότιο Ελλάδα τα πράγματα εκεί ήταν πια οργανωμένα....
"Το μεγάλο πρόβλημα του κόσμου είναι ότι οι βλάκες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και οι έξυπνοι είναι γεμάτοι αμφιβολίες." (Bertrand Russell)
Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Στις 2 Μαΐου 1821, σύμφωνα με ένα σημείωμα του καταγόμενου από τη Μακρινίτσα Βουκάτου, τα 24 χωριά του Βόλου σήκωσαν τουφέκι. Ο Άνθιμος Γαζής κατήχησε στην επανάσταση τον οπλαρχηγό Κυριάκο Μπασδέκη. Παράλληλα δυο σπετσιώτικα καράβια άραξαν στην παραλία των Λεχωνίων με επαναστατικές προκηρύξεις και συνεννοήθηκαν με τον Περραιβό, το Γαζή και τον Γρηγόριο Κωνσταντά να σηκώσουν την επαναστατική σημαία στη Μαγνησία.
Το ένα από τα δύο καράβια ξεφόρτωσε και παρέδωσε στους ντόπιους κανόνια και άφθονα πολεμοφόδια και στη συνέχεια όλοι μαζί πολιόρκησαν το Φρούριο του Βόλου.
Στις 26 Μαΐου στις Μηλιές σχηματίζεται το πρώτο επαναστατικό σώμα με «καπετάνιο και αρχιστράτηγο» το Θωμά Αλαγιάννη. Παράλληλα στην Πορταριά σχηματίζεται άλλο σώμα με αρχηγούς τον Ιωάννη και το Δημήτριο Πλατυγένη.
Η σφραγίδα της επανάστασης είχε ένα μεγάλο σταυρό και από κάτω τις λέξεις «Ελευθερία Μαγνησίας 1821».
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Στο μεταξύ ο Χουρσίτ πασάς, νικητής πια του Αλή πασά των Ιωαννίνων, μόλις έμαθε την εξέγερση της Θεσσαλίας, έστειλε στη Λάρισα ενίσχυση 4. 000 ανδρών. Και μετά από λίγο ο Δράμαλης επέδραμε κατά των επαναστατών της Μαγνησίας.
Οι ντόπιοι πολιορκητές του Φρουρίου του Βόλου διαλύθηκαν αμέσως, ενώ ο Σπετσιώτης καπετάν Κυριακός φόρτωσε τα κανόνια του στο καράβι του και αναχώρησε για τις Σπέτσες.
Οι Τούρκοι αφού ελεηλάτησαν τη Μακρινίτσα προχώρησαν προς τα Λεχώνια καταστρέφοντας στο διάβα τους τα χωριά που συναντούσαν. Πολλά γυναικόπαιδα είχαν προλάβει να καταφύγουν στη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν μακριά ζήτησαν κατάφύγιο στους λόγγους και τις χαράδρες του Πηλίου.
Καταδιώκοντας συνέχεια τους επαναστάτες οι Τούρκοι έφτασαν τελικά στα τέλη Μαΐου στα Λεχώνια. Οι μικρές δυνάμεις των επαναστατών του Πηλίου δεν ήταν δυνατόν να αντισταθούν στις υπέρογκες δυνάμεις του Δράμαλη, τις οποίες ετοίμαζε για την εκστρατεία του στη νότια Ελλάδα.
Κατά την άφιξη του Δράμαλη στα Λεχώνια οι κάτοικοι των Μηλεών έστειλαν την 1η Ιουνίου 1821 δυο πληρεξούσιους να δηλώσουν υποταγή. Στις 19 του ίδιου μήνα ο Δράμαλης από τη Μηλίνα όπου βρίσκονταν εξέδωσε το «ράι μπουγιουρντί» που τους έδινε αμνηστία..
Δημοσίευση σχολίου